ὑπάρχου

ὑπάρχου
ὕπαρχος
subordinate commander
masc gen sg
ὑπά̱ρχου , ὑπάρχω
begin
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
ὑπάρχω
begin
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
ὑπάρχω
begin
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπαρχότης — ητος, ἡ, Μ [ὕπαρχος] το αξίωμα τού υπάρχου …   Dictionary of Greek

  • υποφυλάσσω — Α [ὑποφύλαξ, ακος] ασκώ τα καθήκοντα υπάρχου, είμαι ύπαρχος …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης Καππαδόκης — (6ος αι.).Ανώτερος οικονομικός υπάλληλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού (527 565) κατέλαβε το αξίωμα του υπάρχου (praefectus praetorio), το οποίο του έδινε ουσιαστικά τη δυνατότητα να διοικεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”