υπαρχότης — ητος, ἡ, Μ [ὕπαρχος] το αξίωμα τού υπάρχου … Dictionary of Greek
υποφυλάσσω — Α [ὑποφύλαξ, ακος] ασκώ τα καθήκοντα υπάρχου, είμαι ύπαρχος … Dictionary of Greek
Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… … Dictionary of Greek
Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου … Dictionary of Greek
Ιωάννης Καππαδόκης — (6ος αι.).Ανώτερος οικονομικός υπάλληλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού (527 565) κατέλαβε το αξίωμα του υπάρχου (praefectus praetorio), το οποίο του έδινε ουσιαστικά τη δυνατότητα να διοικεί… … Dictionary of Greek